αντιολισθητικός

αντιολισθητικός
-ή, -ό
(για υλικά ή περιβλήματα) αυτός που διαθέτει την ιδιότητα να μειώνει την ολίσθηση, το γλίστρημα («αντιολισθητικές αλυσίδες» — αλυσίδες που τοποθετούνται γύρω στους τροχούς των αυτοκινήτων όταν στο κατάστρωμα του δρόμου υπάρχει πάγος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιολισθητικός — ή, ό αυτός που εμποδίζει το γλίστρημα: Όταν χιονίζει τα αυτοκίνητα χρησιμοποιούν αντιολισθητικές αλυσίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”